ενηλικίωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ενηλικίωση | οι | ενηλικιώσεις |
γενική | της | ενηλικίωσης* | των | ενηλικιώσεων |
αιτιατική | την | ενηλικίωση | τις | ενηλικιώσεις |
κλητική | ενηλικίωση | ενηλικιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενηλικιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ενηλικίωση < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.ni.liˈci.o.si/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενηλικίωση θηλυκό
- Συμπλήρωση 18 ετών από την γέννηση