ενοχλώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐνοχλῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ενοχλώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐνοχλῶ,[1] συνηρημένος τύπος του ἐνοχλέω < ἐν + ὀχλέω < ὄχλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *woǵʰlos < *weǵʰ (φέρω, μεταφέρω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.noˈxlo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐νο‐χλώ

ενοχλώ, πρτ.: ενοχλούσα, στ.μέλλ.: θα ενοχλήσω, αόρ.: ενόχλησα, παθ.φωνή: ενοχλούμαι, π.αόρ.: ενοχλήθηκα, μτχ.π.π.: ενοχλημένος

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε και τη λέξη όχλος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]