ενστερνισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ενστερνισμός < ενστερνίζομαι + -μός < ελληνιστική κοινή ἐνστερνίζομαι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενστερνισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ενστερνίζομαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ενστερνισμός
|