εντομολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εντομολογία < εντομολόγος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εντομολογία θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εντομολογία
εντομολογία θηλυκό