εντούτοις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐν τούτοις, εν τούτοις

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εντούτοις < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἐν τούτοις (δοτική πληθυντικού του τοῦτο), τούτο), σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική indessen.[1] Η γραφή με δύο λέξεις δεν συνηθίζεται στα νέα ελληνικά[2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /enˈdu.tis/

Σύνδεσμος

[επεξεργασία]

εντούτοις αντιθετικός σύνδεσμος

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]