εντούτοις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εντούτοις < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἐν τούτοις (δοτική πληθυντικού του τοῦτο), τούτο), σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική indessen.[1] Η γραφή με δύο λέξεις δεν συνηθίζεται στα νέα ελληνικά[2]
Προφορά
[επεξεργασία]Σύνδεσμος
[επεξεργασία]εντούτοις αντιθετικός σύνδεσμος
- (λόγιο, δηλώνει εναντίωση) όμως, παρ' όλ' αυτά, μολαταύτα, ωστόσο, αν και
- γνώριζε πολύ καλά τους κινδύνους, εντούτοις αποφάσισε να τολμήσει
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εντούτοις
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ εντούτοις - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «Μία ή δύο λέξεις;» Γεώργιος Μπαμπινιώτης, εφημερίδα Το Βήμα. 2008.11.24. πρόσβαση:2020.01.20.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Όροι με δοτική (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Σύνδεσμοι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)