εξάρθρημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία el
[επεξεργασία]- εξάρθρημα → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εξάρθρημα ουδέτερο
- (ιατρική) κάκωση μιας άρθρωσης κατά την οποία έχουμε πλήρη παρεκτόπιση μεταξύ των αρθρικών επιφανειών
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξάρθρημα