εξαγνίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εξαγνίζω < εξ- + αγνός + -ίζω

εξαγνίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]