εξαφανίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εξαφανίζομαι: παθητική φωνή του ρήματος εξαφανίζω

εξαφανίζομαι

  1. χάνομαι
  2. δεν έχω επικοινωνία με κάποιον

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • εξαφανίζομαι από προσώπου γης

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]