εξελικτισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εξελικτισμός οι εξελικτισμοί
      γενική του εξελικτισμού των εξελικτισμών
    αιτιατική τον εξελικτισμό τους εξελικτισμούς
     κλητική εξελικτισμέ εξελικτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εξελικτισμός < εξελικτικ(ός) + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική evolutionism) [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εξελικτισμός αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]