εξωνημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξωνημένος < αρχαία ελληνική ἐξωνημένος (μετοχή παθητικού παρακειμένου ἐξωνοῦμαι)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.kso.niˈme.nos/
Μετοχή
[επεξεργασία]εξωνημένος
- (λόγιο) ο πουλημένος, ο προδότης, ο εξαγορασμένος
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη εξωνούμαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξωνημένος
|