εξωνοσοκομειακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξωνοσοκομειακός < εξω- + νοσοκομειακός
Επίθετο
[επεξεργασία]εξωνοσοκομειακός
- (ιατρική) που συμβαίνει ή γίνεται έξω από νοσοκομείο, εκτός νοσοκομείου
- ※ Από την ίδρυση του το ελληνικό Δημόσιο Σύστημα Υγείας είχε νοσοκομειοκεντρικό και ιατροκεντρικό χαρακτήρα, δεν αναπτύχθηκε η ΠΦΥ, ειδικά στα αστικά κέντρα , και η εξωνοσοκομειακή περίθαλψη εκχωρήθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό στον ιδιωτικό τομέα. (Ενδυναμώνοντας τα ανθρωποκεντρικά συστήματα Υγείας, παρέμβαση του Α. Ξανθού στην Περιφερειακή Επιτροπή του ΠΟΥ στην Κοπεγχάγη, 13/09/2016, Δελτίο Τύπου, Υπουργείο Υγείας, Ελληνική Δημοκρατία [1])
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξωνοσοκομειακός
|