εξωραϊσμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξωραϊσμός < ελληνιστική κοινή ἐξωραϊσμός < ἐξωραΐζω < ἐξ- + ὡραΐζω (ομορφαίνω) < αρχαία ελληνική ὡραῖος < ὥρα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εξωραϊσμός αρσενικό
- (λόγιο) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εξωραΐζω
- το να κάνω κάτι (ή κάποιον) ωραίο
- (μεταφορικά) ωραιοποίηση
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξωραϊσμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)