επ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επ < (ηχομιμητική λέξη)
Προφορά
[επεξεργασία]Επιφώνημα
[επεξεργασία]επ
- επιφώνημα δήλωσης ξαφνιάσματος, έκφρασης απορίας, προειδοποίησης ή επίπληξης
- ※ Επ! Ποιος πέρασε από δω;