επέρχομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επέρχομαι < αρχαία ελληνική ἐπέρχομαι

επέρχομαι (αποθετικό ρήμα)

  • επακολουθώ, για κάτι που συμβαίνει μετά από κάτι άλλο ή για κάτι που πρόκειται να συμβεί στο άμεσο μέλλον

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]