επαγγελματικός προσανατολισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | επαγγελματικός προσανατολισμός | ||
γενική | του | επαγγελματικού προσανατολισμού | ||
αιτιατική | τον | επαγγελματικό προσανατολισμό | ||
κλητική | επαγγελματικέ προσανατολισμέ | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επαγγελματικός προσανατολισμός < (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική orientation professionnelle), → δείτε τις λέξεις επαγγελματικός και προσανατολισμός
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]επαγγελματικός προσανατολισμός αρσενικό, μόνο στον ενικό
- (εκπαίδευση) σύνολο υποστηρικτικών διαδικασιών, που διενεργούνται κατά τρόπο οργανωμένο και συστηματικό από ειδικές υπηρεσίες και από εξειδικευμένους επιστήμονες, ώστε τα βοηθούμενα άτομα να συνειδητοποιήσουν τις δυνατότητες, ικανότητες και ενδιαφέροντα, προκειμένου να επιλέξουν το κατάλληλο γι’ αυτά επάγγελμα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επαγγελματικός προσανατολισμός
Πηγές
[επεξεργασία]- προσανατολισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προσανατολισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Κλίση αρσενικών πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Εκπαίδευση (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)