επευφημώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπευφημῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επευφημώ < αρχαία ελληνική ἐπευφημέω / ἐπευφημῶ < εὐφημέω < εὔφημος < εὖ + φήμη

επευφημώ (παθητική φωνή: επευφημούμαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]