επιμεριστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιμεριστικός < επιμερίζω + -τικός < ελληνιστική κοινή ἐπιμερίζω < ἐπί + αρχαία ελληνική μερίζω < μέρος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική distributif)
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]επιμεριστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον επιμερισμό ή τον δηλώνει
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιμεριστικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τικός (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)