επιμιξία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιμιξία < αρχαία ελληνική ἐπιμειξία / ἐπιμιξία < ἐπιμείγνυμι / ἐπιμειγνύω < ἐπί + μείγνυμι / μειγνύω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.pi.miˈksi.a/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επιμιξία θηλυκό
- άλλη μορφή του επιμειξία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιμιξία
|