επιμόρφωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιμόρφωση οι επιμορφώσεις
      γενική της επιμόρφωσης* των επιμορφώσεων
    αιτιατική την επιμόρφωση τις επιμορφώσεις
     κλητική επιμόρφωση επιμορφώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιμορφώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επιμόρφωση < επί + μόρφωση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.piˈmoɾ.fo.si/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

επιμόρφωση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]