επινεμητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.pi.ne.mi.tiˈkos/
Επίθετο
[επεξεργασία]επινεμητικός
- που έχει σχέση με την επινέμηση ή αναφέρεται σ’ αυτή
- ※ επινεμητικές παρεμβάσεις του κράτους
- ※ επινεμητική δικαιοσύνη
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επινεμητικός
|