επισκίαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επισκίαση | οι | επισκιάσεις |
γενική | της | επισκίασης* | των | επισκιάσεων |
αιτιατική | την | επισκίαση | τις | επισκιάσεις |
κλητική | επισκίαση | επισκιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επισκιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επισκίαση < ελληνιστική κοινή ἐπισκίασις ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική overshadowing)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επισκίαση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του επισκιάζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επισκίαση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)