επιστρατεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επιστρατεύω < αρχαία ελληνική ἐπιστρατεύω

επιστρατεύω

  1. (στρατιωτικός όρος): καλώ έφεδρο στην ενεργό στρατιωτική υπηρεσία λόγω πολέμου ή πολεμικής απειλής
    επιστράτευσαν όλους τους έφεδρους με ηλικία μικρότερη των 30 ετών
  2. (πολιτική): καλώ έναν απεργό να προσέλθει υποχρεωτικά στην εργασία του (πολιτική επιστράτευση)
  3. (μεταφορικά): κινητοποιώ
    έπρεπε να επιστρατεύσω όλες μου τις δυνάμεις για να τα βγάλω πέρα

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]