επιφέρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπιφέρω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επιφέρω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιφέρω. Συγχρονικά αναλύεται σε επι- + φέρω

επιφέρω, πρτ.: επέφερα, αόρ.: επέφερα (χωρίς παθητική φωνή)

  • προκαλώ
    ※  Με τις δυσκολίες που επέφερε η Κατοχή στις συναλλαγές δεν θα μπορούσαμε να επιβιώσουμε στο χωριό. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]