επιφοίτηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επιφοίτηση | οι | επιφοιτήσεις |
γενική | της | επιφοίτησης* | των | επιφοιτήσεων |
αιτιατική | την | επιφοίτηση | τις | επιφοιτήσεις |
κλητική | επιφοίτηση | επιφοιτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιφοιτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιφοίτηση < ελληνιστική κοινή ἐπιφοίτησις < αρχαία ελληνική ἐπιφοιτάω / ἐπιφοιτῶ < ἐπί + φοιτάω / φοιτῶ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.piˈfi.ti.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐φοί‐τη‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επιφοίτηση θηλυκό
- (κυριολεκτικά) (αρχαιοπρεπές) ο ερχομός σε κάποιον ή κάτι, η άφιξη
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος:
- (θρησκεία) η έλευση του Αγίου Πνεύματος στους Αποστόλους την ημέρα της Πεντηκοστής με τη μορφή πύρινων γλωσσών
- (μεταφορικά) (ειρωνικό) η φώτιση, η θεία έμπνευση
- δι’ επιφοιτήσεως: (μεταφορικά) (ειρωνικό) με ξαφνική έμπνευση, πνευματική αναλαμπή ή απόκτηση γνώσεως και σοφίας
Συγγενικά
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιφοίτηση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)