εσμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἑσμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εσμός οι εσμοί
      γενική του εσμού των εσμών
    αιτιατική τον εσμό τους εσμούς
     κλητική εσμέ εσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εσμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἑσμός (σμάρι μέλισσες) < ἕζομαι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /eˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐σμός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εσμός αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]