εσπέχης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εσπέχης < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εσπέχης αρσενικό

  1. (κρητικά) θρασύς, παλικαράς
  2. (κρητικά) γενίτσαρος

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014