εσπεριδοειδή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα εσπεριδοειδή
      γενική των εσπεριδοειδών
    αιτιατική τα εσπεριδοειδή
     κλητική εσπεριδοειδή
Ενικός, το εσπεριδοειδές.
Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εσπεριδοειδή < αρχαία ελληνική Ἑσπερίδ(ες) + -ο- + -ειδής στον πληθυντικό -ειδή μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική hespéridées < αρχαία ελληνική Ἑσπερίδες [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.spe.ɾi.ðo.iˈði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐σπε‐ρι‐δο‐ει‐δή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εσπεριδοειδή ουδέτερο στον πληθυντικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Υπώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]