ετικετέζα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ετικετέζα < (άμεσο δάνειο) γαλλική étiqueteuse < étiquette. Μορφολογικά, ετικέτ(α) + -έζα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.ti.ceˈte.za/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐τι‐κε‐τέ‐ζα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ετικετέζα θηλυκό
- μηχάνημα με το οποίο επικολλώνται ετικέτες σε επιφάνειες
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ετικέτα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ετικετέζα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -έζα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)