ευημερώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εὐημερῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ευημερώ < αρχαία ελληνική εὐημερέω / εὐημερῶ < εὐήμερος < εὖ + ἡμέρα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.vi.meˈɾo/

ευημερώ

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]