ευκρασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ευκρασία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐκρασία < εὔκρατος < εὖ (ευ-) + κεράννυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱerh₂- < *ḱer- (αυξάνω)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ef.kɾaˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐κρα‐σία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ευκρασία θηλυκό
- (μετεωρολογία) η ιδιότητα του εύκρατου, το να είναι εύκρατο το κλίμα[1]
- (λόγιο) η καλή κράση, καλή υγεία, καλή φυσική κατάσταση του οργανισμού[2]
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- δυσκρασία
- θερμοκρασία
- ιδιοσυγκρασία
- → και δείτε τις λέξεις εύκρατος, ευ και κεράννυμι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] για την κράση
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ευκρασία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ευ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετεωρολογία (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)