ευλάβεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εὐλάβεια
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευλάβεια οι ευλάβειες
      γενική της ευλάβειας των ευλαβειών
    αιτιατική την ευλάβεια τις ευλάβειες
     κλητική ευλάβεια ευλάβειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ευλάβεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐλάβεια (προσοχή, ελληνιστική σημασία: ευλάβεια)[1] < εὐλαβής < εὖ + λαμβάνω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /eˈvla.vi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐λά‐βει‐α

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ευλάβεια θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]