εφημεριδοπωλείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εφημεριδοπωλείο ουδέτερο
- κατάστημα που πουλάει εφημερίδες (περιοδικά και ενδεχομένως άλλα μικροπράγματα)
- Ορισμένα έντυπα του ομίλου επηρεάζονται περισσότερο από άλλα από την κρίση που έχει πλήξει το εφημεριδοπωλείο. Τα πράγματα για τα εβδομαδιαία έντυπα είναι πολύ δύσκολα. (*)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις εφημεριδοπώλης, εφημερίδα, ημέρα και πουλώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εφημεριδοπωλείο
|