εὐοδία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εὐοδία θηλυκό
- Πρῶτα μὲν εὐοδίαν ἀγαθὴν ἀπιόντι ποητῇ εἰς φάος ὀρνυμένῳ δότε, δαίμονες οἱ κατὰ γαίας, (Αριστοφάνης, Βάτραχοι, 1528-9)