ζαχαρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζαχαρώνω < ζάχαρ(η) + -ώνω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /za.xaˈɾo.no/

ζαχαρώνω , πρτ.: ζαχάρωνα, στ.μέλλ.: θα ζαχαρώσω, αόρ.: ζαχάρωσα, παθ.φωνή: ζαχαρώνομαι, μτχ.π.π.: ζαχαρωμένος

  1. ρίχνω ζάχαρη σε κάτι ή το ρίχνω μέσα σε διάλυμα ζάχαρης
  2. (για φαγώσιμα) κρυσταλλώνω, σχηματίζω κρυστάλλους ζάχαρης
     συνώνυμα: ζαχαριάζω
  3. (μεταφορικά) μου αρέσει κάτι πολύ και έχω σκοπό να το πάρω
  4. (συνεκδοχικά) βλέπω, παρατηρώ κάτι που μου αρέσει πολύ
  5. (συνεκδοχικά) κάνω ερωτοτροπίες

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]