ζεσεοσκοπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζεσεοσκοπία < ζέσε(ως) + -ο- + -σκοπία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ebullioscopy)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ze.se.o.skoˈpi.a/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζεσεοσκοπία θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ζεσεοσκόπιο
- → δείτε τις λέξεις ζέση και σκοπώ
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ζεσεοσκοπία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -σκοπία (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)