ζημία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ζημιά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζημία οι ζημίες
      γενική της ζημίας των ζημιών
    αιτιατική τη ζημία τις ζημίες
     κλητική ζημία ζημίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζημία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ζημία. Δείτε και ζημιά

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ziˈmi.a/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ζημία θηλυκό

  1. (λόγιο) βλάβη
  2. (λόγιο) ζημιά, κυρίως οικονομικής φύσεως

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζημία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ζημία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ζημία θηλυκό

  1. ζημιά
    1. βλάβη
    2. αναποδιά
    3. καταστροφή, συμφορά
  2. ποινή
  3. είδος φόρου, χρηματική επιβάρυνση

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ζημί αἱ ζημίαι
      γενική τῆς ζημίᾱς τῶν ζημιῶν
      δοτική τῇ ζημί ταῖς ζημίαις
    αιτιατική τὴν ζημίᾱν τὰς ζημίᾱς
     κλητική ! ζημί ζημίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ζημί
γεν-δοτ τοῖν  ζημίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζημία < αν ζη-μία, συνδέεται με τα ζῆλος, ζητέω και σανσκριτικά dīná. Αβέβαιη η σύνδεση με πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dei̯H-[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ζημία θηλυκό

  1. ζημιά, βλάβη
  2. χρηματική ποινή

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.