ζιγκουράτ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζιγκουράτ < ασσυριακή zigguratu
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζιγκουράτ ουδέτερο άκλιτο
- ναός των αρχαίων Βαβυλωνίων που είχε μορφή πυραμίδας και ένα ιερό στην κορυφή του, χρησίμευε δε ως αστεροσκοπείο για θρησκευτικούς λόγους