ζιμπούλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζιμπούλι | τα | ζιμπούλια |
γενική | του | ζιμπουλιού | των | ζιμπουλιών |
αιτιατική | το | ζιμπούλι | τα | ζιμπούλια |
κλητική | ζιμπούλι | ζιμπούλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζιμπούλι < ζουμπούλι με ανομοίωση φωνηέντων [u] - [u] > [i] - [u] λόγω της παρουσίας του ... • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζιμπούλι ουδέτερο
- (λουλούδι, ιδιωματικό) άλλη μορφή του ζουμπούλι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ζιμπούλι
→ δείτε τη λέξη υάκινθος |
Πηγές
[επεξεργασία]- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λουλούδια (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)