ζουζούνισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζουζούνισμα < ζουζουνίζω + -μα < (ηχομιμητική λέξη) (ζζζ)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζουζούνισμα ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ζουζούνι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ζουζούνισμα
|