ζούρλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζούρλα | οι | ζούρλες |
γενική | της | ζούρλας | των | (ζουρλών) |
αιτιατική | τη | ζούρλα | τις | ζούρλες |
κλητική | ζούρλα | ζούρλες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζούρλα < ζουρλός + -α (αναδρομικός σχηματισμός)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζούρλα θηλυκό
- η ιδιότητα του ζουρλού, ανόητη ή παράλογη συμπεριφορά
- μανιώδης ενασχόληση με κάτι
- περίεργη ή εκκεντρική συμπεριφορά
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ζουρλός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από αναδρομικό σχηματισμό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)