ζυμαρικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

ζυμαρικά ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ζυμαρικό
  2. ειδική κατηγορία τροφίμων στην οποία περιλαμβάνονται μακαρόνια, χυλοπίτες κ.ά., διακρίνονται σε κοντά, μακριά και γεμιστά