ζωηρεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζωηρεύω < ζωηρός + -εύω

ζωηρεύω

  1. (αμετάβατο) γίνομαι περισσότερο ζωηρός απ' ό,τι ήμουν
    ο Γιωργάκης ήταν ήσυχο παιδί, αλλά τελευταία ζωήρεψε
  2. (μεταβατικό) κάνω κάτι πιο ζωηρό, του προσθέτω κίνηση, ένταση
    η παρέμβαση του τρίτου ομιλητή ζωήρεψε κάπως τη μέχρι τότε ανιαρή συζήτηση

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]