ζόμπι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζόμπι < (άμεσο δάνειο) αγγλική zombie < προέλευσης από γλώσσες μπαντού (αφρικανική γλώσσα)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈzom.bi/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ζόμπι ουδέτερο άκλιτο

  1. το σώμα ενός νεκρού που επανέρχεται στη ζωή υπερφυσικά, για να υπηρετεί άβουλα αυτόν που τον επαναφέρει
     συνώνυμα: βρικόλακας, φάντασμα
  2. άνθρωπος με εκκεντρική συμπεριφορά ή που έχει καταβληθεί σωματικά ή πνευματικά
  3. (μεταφορικά) καταβεβλημένος από την κούραση και την αϋπνία

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]