ηλιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ηλιάζω < αρχαία ελληνική ἡλιάζω

ηλιάζω

→ δείτε τη λέξη  λιάζω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]