ηλικιώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ηλικιώνομαι < μεσαιωνική ελληνική ἡλικιόομαι / ἡλικιοῡμαι / ἡλικιώνομαι < αρχαία ελληνική ἡλικία < ἧλιξ

ηλικιώνομαι

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]