ημισφαίριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ημισφαίριο < αρχαία ελληνική ἡμισφαίριον
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.miˈsfe.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐μι‐σφαί‐ρι‐ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ημισφαίριο ουδέτερο
- (γεωμετρία) το μισό μέρος μιας σφαίρας
- (γεωγραφία) το κάθε ένα από τα δύο μισά της σφαίρας της Γης
- Βόρειο / Νότιο ημισφαίριο
- (ανατομία) το καθένα από τα δύο μέρη του εγκεφάλου και της παρεγκεφαλίδας