ηπειρωτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ηπειρωτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ηπειρωτικό
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ηπειρωτικά | ||
γενική | των | ηπειρωτικών | ||
αιτιατική | τα | ηπειρωτικά | ||
κλητική | ηπειρωτικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]ηπειρωτικά<πληθυντικός ουδετέρου του επιθέτου ηπειρωτικός ως ουσ. }
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ηπειρωτικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό