ηφαίστειος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ηφαίστειος < αρχαία ελληνική Ἡφαίστειος / Ἡφαίστιος < Ἥφαιστος
Επίθετο
[επεξεργασία]ηφαίστειος
- (λόγιο) άλλη μορφή του ηφαιστειακός
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη Ήφαιστος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ηφαίστειος
|