ηχοποίητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ηχοποίητος, -η, -ο
- που έχει δημιουργηθεί με βάση έναν ήχο (π.χ. η λέξη νιαούρισμα προέρχεται από την απόδοση του ήχου της γάτας ως νιάου)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ηχομιμητικός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ηχοποίητος
|