θαλασσινά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]θαλασσινά < θαλασσινός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θαλασσινά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- πάμε στην ψαροταβέρνα να φάμε θαλασσινά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θαλασσινά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]θαλασσινά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του θαλασσινό